τριαδικοί

τριαδικοί
τριαδικός
of three
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… …   Dictionary of Greek

  • TRIADICA — Τριαδικὰ, item Γ῞μνοι τριαδικοὶ, Graecis dicuntur hymni, in quorum singulis odis cuiusque Canonis duo postremi versus semper finiuntur, cum laude SS. Triadis, unde nomen, ac B. Virginis: et quidem penultimus notatur literâ T. appellaturque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.045 τ. χλμ., 32.053 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τον νομό Καρδίτσης, στα Δ και στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Α με τον νομό Φθιώτιδος. Αποκλειστικά ορεινός,… …   Dictionary of Greek

  • τριαδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την τριάδα. 2. αυτός που έχει σχέση με την Αγία Τριάδα: Τριαδικά τροπάρια. 3. ο πληθ. του αρσ. ως ουσ., τριαδικοί, οι μοναχικό τάγμα της δυτικής Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АНИКСАНДАРИИ — в Анфологии (Ath. Doch. gr. 332. Fol.18v 19, 60 е гг. XVIII в.) Аниксандарии в Анфологии (Ath. Doch. gr. 332. Fol.18v 19, 60 е гг. XVIII в.) [греч. ̓Ανοιξαντάρια], в визант. и поствизант. церковном пении название распеваемой части… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”